Το κτηριακό συγκρότημα των Προσφυγικών οικοδομήθηκε το 1933 για να φιλοξενήσει πρόσφυγες που προέρχονταν από τη Μικρά Ασία. Έτσι, μέσα σε αυτές τις συνθήκες, συγκροτήθηκε μια ζωντανή γειτονιά με κοινοτικά χαρακτηριστικά αποτελούμενη ως επί το πλείστον από κόσμο της εργατικής τάξης. Οι αντιφασίστες παρτιζάνοι χρησιμοποίησαν το 1944 τα Προσφυγικά ως καταφύγιο έναντι του ελληνικού και αγγλικού κρατικού στρατού, τα σημάδια από τις σφαίρες διακρίνονται στις προσόψεις των κτιρίων μέχρι σήμερα, όπως και το μνημείο των ανταρτών το οποίο έχει στηθεί στην πρόσοψη των Προσφυγικών και καθημερινά μας υπενθυμίζει την ιστορία του τόπου. Σήμερα, αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα κτιριακά συγκροτήματα στο κέντρο της Αθήνας, το οποίο δεν έχει – ακόμη – δεχθεί τον εξευγενισμό και την εκμετάλλευση που προέρχεται από τα μεγάλα κεφάλαια και τον κρατικό μηχανισμό. Αποτελεί ένα μέρος με στρατηγική σημασία αφού βρίσκεται μεταξύ δύο πυλώνων της εξουσίας – από τη μία ο Άρειος Πάγος και από την άλλη η Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αττικής.
Μέσα από τις συνθήκες των κοινωνικών αγώνων που διαμορφώθηκαν κατά την περίοδο 2008-2010, κάποιοι από τους καταληψίες που ζούσαν στη γειτονιά των προσφυγικών συνειδητοποίησαν ότι η συλλογικοποίηση είναι ο μόνος τρόπος για να αντιμετωπίσουν τα κοινά προβλήματα, να επιβιώσουν ενάντια στην φτωχοποίηση, να εκδιώξουν τις οργανωμένες μαφίες και να οργανωθούν ενάντια στην πολύπλευρη καταστολή και τρομοκρατία του κράτους. Τα πολιτικά τεκταινόμενα του 2008-2010 υποδείκνυαν την ανάγκη να συσπειρωθεί ένα οργανωμένο πολιτικό σώμα στην γειτονιά και να συγκροτηθεί μια κοινωνική αντιπρόταση στο υπάρχον. Το 2010 με πρωτοβουλία κάποιων αυτόνομων καταληψιών άρχισαν τα πρώτα βήματα για τη δημιουργία της Συνέλευσης Κατειλημμένων Προσφυγικών (ΣΥ.ΚΑ.ΠΡΟ).
Σήμερα το μεγαλύτερο μέρος της γειτονιάς είναι κατειλημμένο και κατοικείται. Μέτα από την σχεδόν 13έτη δράση της Συνέλευσης Κατειλημμένων Προσφυγικών, έχει επιτευχθεί να γεμίσει η γειτονιά με ζωή, μεταμορφωνόμενη στη μεγαλύτερη κοινότητα (χωρικά και αριθμητικά) της Ελλάδας.
Η βάση της κοινότητας είναι η αυτοοργάνωση μέσω των συνελεύσεων, των επιμέρους ομάδων εργασιών, των αυτοοργανωμένων δομών κλπ. Οι δομές της κοινότητας απαντούν στις ανάγκες της με όρους συλλογικούς και κοινής χρήσης. Η συγκρότηση αυτοοργανωμένων δομών αποτελεί επαναστατική διαδικασία και πραγματική αντιπρόταση πρόταση για την οργάνωση της κοινωνίας και της ζωής έξω από το κράτος και τον καπιταλισμό. Κάποια χαρακτηριστικά παραδείγματα από τις Δομές της Κοινότητας των Κατειλημμένων Προσφυγικών είναι: Δομή φούρνου, Γυναικεία Δομή, Δομή παιδικού στεκιού και αυτομόρφωσης, δομή συλλογικού σκίπινγκ, δομή ρούχων, δομή λογιστικού, δομή ίντερνετ, τεχνική ομάδα, δομή βιβλιοθήκης, δομή υγείας κ.α. .
Η κοινότητα αποτελεί το οργανωμένο συλλογικό σώμα της γειτονιάς των Προσφυγικών και των αλληλέγγυων συντρόφων, οι οποίοι συνδέονται οργανικά μεταξύ τους σε πρακτικό, πολιτικό, καταστατικό, προοπτικό και συντροφικό επίπεδο.
Αποτελεί ένα οριζόντιο αυτοοργανωμένο κοινωνικό-πολιτικό εγχείρημα αγώνα της κοινωνικής βάσης. Βασίζεται στις αρχές της ελευθερίας, της ισότητας, της αυτονομίας και της αλληλεγγύης, μέσω της, αυτοοργάνωσης, της οριζοντιότητας, της συναπόφασης, της κυκλικότητατης, της δέσμευσης και της συμμετοχής. Εγκολπώνει εργαλεία του ευρύτερου επαναστατικού κινήματος. Βασικά του χαρακτηριστικά η κοινοκτημοσύνη των πόρων, των δομών και των υποδομών.
Συνοργανώνεται στη βάση των προταγμάτων του Αντικρατισμού, Αντικαπιταλισμού, Αντιφασισμού, αντισεξισμού και της διεθνιστικής αλληλεγγύης.
Αποτελεί ένα σύνολο ανθρώπων και σχέσεων, δομών και υποδομών που συγκροτούνται στη βάση ενός κοινού πεδίου. Δεν συγκροτούνται πάνω σε ένα εθνικό, συγγενικό, θρησκευτικό ή φυλετικό πρόσημο, αλλά στη βάση ενός κοινού πολιτικού προτάγματος, μιας κοινής πολιτικής κουλτούρας και μιας κοινής προοπτικής. Δημιουργεί αυτόνομες πολιτικές δομές και σχέσεις οι οποίες εξασφαλίζουν μια σχετική υλική αυτάρκεια και αυτοθεσμίζονται συλλογικά στην βάση των δυνατοτήτων του καθενός και σύμφωνα με τις ανάγκες του. Αυτό που με όρους πολιτικού φαντασιακού ονομάζεται κομμούνα (commune).